- μοχθηρότατος
- μοχθηρόςsuffering hardshipmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάγκακος — η, ο (ΑΜ πάγκακος, ον) πολύ κακός, κάκιστος, μοχθηρότατος αρχ. 1. (για πράγματα) πολύ βλαβερός («τὸ ἔλαιον τοῑς μὲν φυτοῑς ἅπασιν ἐστὶ πάγκακον», Πλάτ.) 2. φρ. «πάγκακον ἧμαρ» πάρα πολύ άτυχη ημέρα (Ησίοδ.). επίρρ... παγκάκως (Α) με κάκιστο τρόπο … Dictionary of Greek
παμμόχθηρος — παμμόχθηρος, ον (Μ) πάρα πολύ μοχθηρός, μοχθηρότατος («τὴν παμμόχθηρον ἁμαρτίαν ἐξήλειψε», Μηναί). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μοχθηρός] … Dictionary of Greek